μονοενεργητισμός

μονοενεργητισμός
ο
θεολ. αιρετική διδασκαλία σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς Χριστός είχε δύο φύσεις, δηλ. θεία και ανθρώπινη, αλλά μία μόνο ενέργεια, όπως είχε και μία μόνο θέληση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”